- ατεμάχιστος
- -η, -οαυτός που δεν τον έχουν τεμαχίσει, ο ακομμάτιαστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ατεμάχιστος, -η — ο αυτός που δεν τεμαχίστηκε, ακομμάτιαστος: Το ψάρι το είχαν δει ακόμη ατεμάχιστο κι ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άδαιτρος — ἄδαιτρος, ον (Α) [δαίω ΙΙ] αδιανέμητος, αδιαίρετος, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
αδίχαστος — η, ο (Α ἀδίχαστος, ον) [διχάζω] αυτός που δεν μπορεί να διχαστεί, να διαιρεθεί στα δύο νεοελλ. αυτός που δεν διχάστηκε, αδιχοτόμητος, ατεμάχιστος, ακέραιος … Dictionary of Greek
αδιάρρηκτος — και χτος, η, ο (Μ ἀδιάρρηκτος, ον) [διαρρήγνυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή δεν μπορεί να υποστεί διάρρηξη 2. στερεός, αδιάσπαστος, σταθερός, ασφαλής μσν. αυτός που δεν κόπηκε σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
αδιάσχιστος — η, ο (Α ἀδιάσχιστος, ον) [διασχίζω] νεοελλ. αυτός που δεν τόν διέσχισε ή δεν μπορεί να τόν διασχίσει κανείς αρχ. άσχιστος, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακερμάτιστος — η, ο [κερματίζω] όποιος δεν έχει κερματιστεί, δεν έχει κομματιαστεί, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο αυτός που δεν κόπηκε ή δεν μπορεί να κοπεί σε κομμάτια, ο ατεμάχιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κομματιαστός < κομματιάζω] … Dictionary of Greek
αλειάνιστος — η, ο [λειανίζω] αυτός που δεν λειανίστηκε ή δεν μπορεί να λειανιστεί, να κοπεί σε κομμάτια, ατεμάχιστος … Dictionary of Greek
ακομμάτιαστος — η, ο ατεμάχιστος, ακέραιος: Τα αρνιά, ακομμάτιαστα, θα ψήνονταν στη σούβλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)